σαγάνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαγάνι | τα | σαγάνια |
γενική | του | σαγανιού | των | σαγανιών |
αιτιατική | το | σαγάνι | τα | σαγάνια |
κλητική | σαγάνι | σαγάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαγάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sahan < αραβική صحن (ṣaḥn)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγάνι ουδέτερο
- (κουζινικά) μαγειρικό σκεύος, μικρό τηγάνι με δύο αντιτακτές λαβές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σαγάνι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαγάνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)