σαγή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαγή οι σαγές
      γενική της σαγής των σαγών
    αιτιατική τη σαγή τις σαγές
     κλητική σαγή σαγές
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σαγή για καβαλίκεμα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαγή (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική σαγή (αποσκευή)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐γή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαγή θηλυκό στον ενικό

  1. το σύνολο των εξαρτημάτων που χρειάζονται για το ζέψιμο, το καβαλίκεμα ή το φόρτωμα ενός υποζυγίου (αλόγου, μουλαριού κ.α.).
    Ο Βουκεφάλας, το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχε τη δική του βασιλική σαγή.
  2. το σύστημα των ειδικά κατασκευασμένων ιμάντων του αλεξίπτωτου που καταλήγουν σε μια πλατιά ζώνη η οποία εφαρμόζεται μπροστά στο στήθος ή στη μέση και με έναν απλό χειρισμό ανοίγει, ώστε να μπορεί ο αλεξιπτωτιστής να απαλλαγεί εύκολα από το αλεξίπτωτο μετά την προσγείωση.
    Το αλεξίπτωτο αποτελείται από τέσσερα κύρια μέρη: το θόλο, τα σχοινιά αναρτήσεως, την σαγή και τον σάκο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σαγή αἱ σαγαί
      γενική τῆς σαγῆς τῶν σαγῶν
      δοτική τῇ σαγ ταῖς σαγαῖς
    αιτιατική τὴν σαγήν τὰς σαγᾱ́ς
     κλητική ! σαγή σαγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σαγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαγή < σάττω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαγή θηλυκό

  1. αποσκευή, το σύνολο του φορτίου που κουβαλάει οδοιπόρος
  2. (ελληνιστική σημασία) σάγμα, σαμάρι σαγή

Πηγές[επεξεργασία]