σαγανίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαγανίδι | τα | σαγανίδια |
γενική | του | σαγανιδιού | των | σαγανιδιών |
αιτιατική | το | σαγανίδι | τα | σαγανίδια |
κλητική | σαγανίδι | σαγανίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαγανίδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγανίδι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) απότομο και βίαιο φύσημα ανέμου
- ※ Ο άνεμος εδυνάμωνε. Τάχα δεν ημπορούσε να δυναμώση αρκετά, ώστε μ' ένα σαγανίδι ν' αναποδογυρίση την ασαβούρωτην βάρκαν; Μ' ένα σαγανίδι μόνον. Με μικράν ανεπιτηδειότητα του Σιγουράντσα εις το τιμόνι, μ' ελαφράν απροσεξίαν του Γιωργή εις το πανί. (…) Ένα σαγανίδι, ένα σαγανιδάκι μόνον. Και τούτο τί εχρειάζετο; Μία παρατιμονιά του Σιγουράντσα δεν ήρκει; Και αυτή τί εχρειάζετο; Ένα καργάρισμα του πανιού δεν ήτο αρκετόν; Και δεν ήτο αυτό εις το χέρι του Γιωργή και μόνον; (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έρως Ήρως)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαγανίδι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)