σαγιάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαγιάκι | τα | σαγιάκια |
γενική | του | σαγιακιού | των | σαγιακιών |
αιτιατική | το | σαγιάκι | τα | σαγιάκια |
κλητική | σαγιάκι | σαγιάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγιάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şayak
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /saˈʝa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐γιά‐κι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγιάκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) είδος μάλλινου υφάσματος
- (κατ’ επέκταση, ιδιωματικό, παρωχημένο, (ενδυμασία)) είδος κοντού και χοντρού ενδύματος κατασκευασμένου από το (1)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαγιάκι
|
Πηγές
[επεξεργασία]- σαγιάκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)