σαγκρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαγκρία | οι | σαγκρίες |
γενική | της | σαγκρίας | των | σαγκριών |
αιτιατική | τη | σαγκρία | τις | σαγκρίες |
κλητική | σαγκρία | σαγκρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαγκρία < (αγγλικά sangria) < ισπανική sangría < sangre (αίμα) < λατινική sanguis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁sh₂-én- < *h₁ésh₂r̥ (αίμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαγκρία θηλυκό
- (ποτό) είδος κόκκινου κρασιού (ή μπράντι ή τσέρι), που περιέχει κομματάκια φρούτων (ή φρουτοχυμό) και που πίνεται ως δροσιστικό