σαγονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαγονιά | οι | σαγονιές |
γενική | της | σαγονιάς | των | σαγονιών |
αιτιατική | τη | σαγονιά | τις | σαγονιές |
κλητική | σαγονιά | σαγονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγονιά θηλυκό
- χτύπημα στο σαγόνι
- χτύπημα με το σαγόνι
- (μεταφορικά) μεγάλος λογαριασμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαγονιά
|