σαδομαζοχισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαδομαζοχισμός οι σαδομαζοχισμοί
      γενική του σαδομαζοχισμού των σαδομαζοχισμών
    αιτιατική τον σαδομαζοχισμό τους σαδομαζοχισμούς
     κλητική σαδομαζοχισμέ σαδομαζοχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαδομαζοχισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική sadomasochisme[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαδομαζοχισμός αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]