σαθρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαθρός η σαθρή το σαθρό
      γενική του σαθρού της σαθρής του σαθρού
    αιτιατική τον σαθρό τη σαθρή το σαθρό
     κλητική σαθρέ σαθρή σαθρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαθροί οι σαθρές τα σαθρά
      γενική των σαθρών των σαθρών των σαθρών
    αιτιατική τους σαθρούς τις σαθρές τα σαθρά
     κλητική σαθροί σαθρές σαθρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαθρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαθρός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈθɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐θρός

Επίθετο[επεξεργασία]

σαθρός, -ή, -ό

  1. που έχει διαβρωθεί και φθαρεί τόσο ώστε να μην είναι πια στέρεος
  2. (μεταφορικά, για λόγους, ιδέες) που δεν έχουν στέρεα βάση και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να απορριφθούν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σαθρός σαθρᾱ́ τὸ σαθρόν
      γενική τοῦ σαθροῦ τῆς σαθρᾶς τοῦ σαθροῦ
      δοτική τῷ σαθρ τῇ σαθρ τῷ σαθρ
    αιτιατική τὸν σαθρόν τὴν σαθρᾱ́ν τὸ σαθρόν
     κλητική ! σαθρέ σαθρᾱ́ σαθρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σαθροί αἱ σαθραί τὰ σαθρᾰ́
      γενική τῶν σαθρῶν τῶν σαθρῶν τῶν σαθρῶν
      δοτική τοῖς σαθροῖς ταῖς σαθραῖς τοῖς σαθροῖς
    αιτιατική τοὺς σαθρούς τὰς σαθρᾱ́ς τὰ σαθρᾰ́
     κλητική ! σαθροί σαθραί σαθρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σαθρώ τὼ σαθρᾱ́ τὼ σαθρώ
      γεν-δοτ τοῖν σαθροῖν τοῖν σαθραῖν τοῖν σαθροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαθρός, ήδη στον Πίνδαρο, 6ος/5ος αιώνας < άγνωστης ετυμολογίας + -θρός [1] Είχε συνδεθεί είτε με το σαπρός, είτε με το ψαθυρός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

σαθρός, -ά, -όν

  1. φθαρμένος, σαθρός
  2. (μεταφορικά) αβάσιμος

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.