σακέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σάκε

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σακέ ουδέτερο, άκλιτο