σακαράκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σακαράκα οι σακαράκες
      γενική της σακαράκας
    αιτιατική τη σακαράκα τις σακαράκες
     κλητική σακαράκα σακαράκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σακαράκα < πιθανόν από την ιταλική carcassa (σκελετός πλοίου)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σακαράκα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]