σακκίδιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σακκίδιον τὰ σακκίδι
      γενική τοῦ σακκιδίου τῶν σακκιδίων
      δοτική τῷ σακκιδί τοῖς σακκιδίοις
    αιτιατική τὸ σακκίδιον τὰ σακκίδι
     κλητική ! σακκίδιον σακκίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σακκιδίω
γεν-δοτ τοῖν  σακκιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σακκίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σάκκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σακκίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές[επεξεργασία]