σακολέβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σακολέβα | οι | σακολέβες |
γενική | της | σακολέβας | των | σακολεβών |
αιτιατική | τη | σακολέβα | τις | σακολέβες |
κλητική | σακολέβα | σακολέβες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σακολέβα < (αντιδάνειο): (άμεσο δάνειο) βενετική sacoleva < μεσαιωνική ελληνική σαγολαίφεα (τετράγωνα ιστία) < ελληνιστική κοινή σάγος (μανδύας και σκληρό ύφασμα) [< λατινική sagum) +αρχαία ελληνική λαῖφος (ύφασμα, ιστίο)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακολέβα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τραπέζιο πανί ειδικά ραμμένο ώστε να σακουλιάζει στο κέντρο και έτσι ο άνεμος να προωθεί το πλωτό μέσο ταχύτερα αλλά συνάμα και ηπιότερα -δεν χρησιμοποιείται πια
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) παλαιότερος τύπος ιστιοφόρου πλοιαρίου
- ※ Έλαβα λοιπόν το πλείστον του μικρού κεφαλαίου μας, απεχαιρέτησα την μητέρα μου και απεβιβάσθην εις σακολέβαν ετοίμην ν' αποπλεύση εις Σύρον. (Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- λαῖφος, λαίφος , λοίπαδος, σαγολέβα, σακκολέβα, σακκολήβα, σακολαίβα, τσακουλαίβα, τσακολαίφα, σακολαίφι, σακκολαίφη, σαγολέφαια, σαγολαίφεα {{χρειάζεται τεκμηρίωση{{
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σακολέβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακολέβα
[επεξεργασία]
- ↑ «σακολέβα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)