σακχαροδιαβήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σακχαροδιαβήτης < σάκχαρ(ο) + -ο- + διαβήτης, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική diabète sucré [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sak.xa.ɾo.ðʝaˈvi.tis/ & /sak.xa.ɾo.ði̯aˈvi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σακ‐χα‐ρο‐δι‐α‐βή‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακχαροδιαβήτης αρσενικό
- (ιατρική) ενδοκρινική διαταραχή με μειωμένη έκκριση ινσουλίνης που αυξάνει το σάκχαρο στο αίμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακχαροδιαβήτης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σακχαροδιαβήτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)