Μετάβαση στο περιεχόμενο

σακχαροδιαβήτης

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σακχαροδιαβήτης οι σακχαροδιαβήτες
      γενική του σακχαροδιαβήτη των σακχαροδιαβητών
    αιτιατική τον σακχαροδιαβήτη τους σακχαροδιαβήτες
     κλητική σακχαροδιαβήτη σακχαροδιαβήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σακχαροδιαβήτης < σάκχαρ(ο) + -ο- + διαβήτης, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική diabète sucré [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sak.xa.ɾo.ðʝaˈvi.tis/ και /sak.xa.ɾo.ði̯aˈvi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σακχαροδιαβήτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σακχαροδιαβήτης αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]