σακχαροκάλαμον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σακχαροκάλαμον (μαρτυρείται από το 1859) [1] σακχαροκάλαμος, αρσενικό (μαρτυρείται από το 1812) < → και δείτε τη λέξη ζαχαροκάλαμο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σακχαροκάλαμον, -ου ουδέτερο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 893, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου