σακχαροποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σακχαροποίηση | οι | σακχαροποιήσεις |
γενική | της | σακχαροποίησης* | των | σακχαροποιήσεων |
αιτιατική | τη | σακχαροποίηση | τις | σακχαροποιήσεις |
κλητική | σακχαροποίηση | σακχαροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σακχαροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σακχαροποίηση < σάκχαρο (ζάχαρη) + ποιώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακχαροποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακχαροποίηση
|