σακχαροποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σακχαροποιία θηλυκό
- η παρασκευή ζάχαρης
- η εγκατάσταση / βιομηχανίας παρασκευής ζάχαρης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σακχαροποιία
|