σαλέπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλέπι τα σαλέπια
      γενική του σαλεπιού των σαλεπιών
    αιτιατική το σαλέπι τα σαλέπια
     κλητική σαλέπι σαλέπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Όρχις η άρρην ή Orchis mascula.
Ένα φλιτζάνι σαλέπι με κανέλα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλέπι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سالپ (sālep, το φυτό), στα τουρκικά salep < αραβική سَحْلَب (saḥlab). Περισσότερα στο salep#Turkish στο αγγλικό Βικιλεξικό.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saˈle.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐λέ‐πι
παρώνυμο: σαπέλι (είδος ξύλου)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλέπι ουδέτερο

  1. (φυτό) είδος ορχιδέας (Orchis mascula)
  2. (ποτό) μαλακτικό ρόφημα ή αφέψημα που παρασκευάζεται από σκόνη (αλεύρι) που προκύπτει από το άλεσμα των ριζών διαφόρων ειδών ορχιδέας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]