σαλίγκαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλίγκαρος < μεγεθυντικό του σαλιγκάρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαλίγκαρος αρσενικό
- μεγάλο σαλιγκάρι
- (συνεκδοχικά) κάθε σαλιγκάρι
- διάδρομος σε σχήμα φιδιού που αποτελούσε μέρος εξέτασης για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης
- (μεταφορικά) βάση σελοτέιπ, βάση μπλανκοταινίας ή άλλος παρόμοιος μηχανισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαστρόποδο
κοχλίας (δευτερεύουσα χρήση)
|