σαλίγκαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλίγκαρος οι σαλίγκαροι
      γενική του σαλίγκαρου των σαλίγκαρων
    αιτιατική τον σαλίγκαρο τους σαλίγκαρους
     κλητική σαλίγκαρε σαλίγκαροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλίγκαρος < μεγεθυντικό του σαλιγκάρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλίγκαρος αρσενικό

  1. μεγάλο σαλιγκάρι
  2. (συνεκδοχικά) κάθε σαλιγκάρι
  3. διάδρομος σε σχήμα φιδιού που αποτελούσε μέρος εξέτασης για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης
  4. (μεταφορικά) βάση σελοτέιπ, βάση μπλανκοταινίας ή άλλος παρόμοιος μηχανισμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]