σαλαγγιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλαγγιά | οι | σαλαγγιές |
γενική | της | σαλαγγιάς | των | σαλαγγιών |
αιτιατική | τη | σαλαγγιά | τις | σαλαγγιές |
κλητική | σαλαγγιά | σαλαγγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλαγγιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαλαγγιά θηλυκό
- τριπλό αγκίστρι για ψάρεμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλαγγιά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)