σαλαμοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλαμοποίηση οι σαλαμοποιήσεις
      γενική της σαλαμοποίησης* των σαλαμοποιήσεων
    αιτιατική τη σαλαμοποίηση τις σαλαμοποιήσεις
     κλητική σαλαμοποίηση σαλαμοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαλαμοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλαμοποίηση < σαλάμι + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική salami tactics[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Salamitaktik[2])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλαμοποίηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. {σαλαμοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)