σαλαφιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλαφιστής οι σαλαφιστές
      γενική του σαλαφιστή των σαλαφιστών
    αιτιατική τον σαλαφιστή τους σαλαφιστές
     κλητική σαλαφιστή σαλαφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλαφιστής < αγγλική Salafist < Salafism (σαλαφισμός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλαφιστής αρσενικό (θηλυκό: σαλαφίστρια)

  • (νεολογισμός) υπερσυντηρητικός σουνίτης μουσουλμάνος
    Οι σαλαφιστές -υπερσυντηρητικοί σουνίτες μουσουλμάνοι- παίρνουν θέση για την επόμενη ημέρα στη Μέση Ανατολή, την οποία θέλουν να διαμορφώσουν σύμφωνα με τις θρησκευτικές παραδόσεις του 7ου αιώνα. Το όνομά τους προέρχεται από το «σαλάφ», που σημαίνει «πρόγονος»... (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]