Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαλβάρι

Από Βικιλεξικό
Ευρωπαίος σε ταξίδι στη Συρία το 1829, φορώντας σαλβάρι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλβάρι τα σαλβάρια
      γενική του σαλβαριού των σαλβαριών
    αιτιατική το σαλβάρι τα σαλβάρια
     κλητική σαλβάρι σαλβάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλβάρι < τουρκική şalvar [1] < περσική شلوار (šalvâr), δείτε τη λέξη: σαράβαρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλβάρι ουδέτερο

φαρδύ παντελόνι που φορούσαν παλιά άνδρες και γυναίκες
  Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της καθημερινής φορεσιάς των γυναικών της Σίλλης ήταν το σαλβάρι, που ήταν μια μεγάλη φαρδιά και φουσκωτή βράκα. (Γ΄ συμπόσιο λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χορού, Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη, Αλεξανδρούπολη, 14-18 Οκτωβρίου 1976: Πρακτικά, σελ. 188, 1979 )
 

από της γης στο άπειρον να φθάνη τούρανού ,
και από εκεί κατέβαιναν συμπλέγματα χαρίτων,
γυναίκες όλων των φυλών και των εθνικοτήτων
με νυκτικά πουκάμισα, σαλβάρια και πασούμια,
και όλαις του εφαίνοντο ώσαν ραχάτ - λουκούμια

(Δον Ζουάν, Γεώργιος Σουρής (1853-1919), Ποιήματα)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]