Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαλιάρης

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Σαλιάρης

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαλιάρης η σαλιάρα το σαλιάρικο
      γενική του σαλιάρη της σαλιάρας του σαλιάρικου
    αιτιατική τον σαλιάρη τη σαλιάρα το σαλιάρικο
     κλητική σαλιάρη σαλιάρα σαλιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαλιάρηδες οι σαλιάρες τα σαλιάρικα
      γενική των σαλιάρηδων των σαλιάρικων
    αιτιατική τους σαλιάρηδες τις σαλιάρες τα σαλιάρικα
     κλητική σαλιάρηδες σαλιάρες σαλιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαλιάρης[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε σάλ(ιο) + -ιάρης [2]

Επίθετο

[επεξεργασία]

σαλιάρης, -α, -ικο

  • που του τρέχουν σάλια από το στόμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλιάρης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σαλιάρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σαλιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 208.

Κυπριακά (el-cyp)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλιάρης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

σαλιάρης, -α, -ικον

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλιάρης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλιάρης αρσενικό (όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική)

  • ο φλύαρος
      17ος/18ος αιώνας, Πέτρος Κατσαΐτης, Ιφιγένεια, Πράξη Πέμπτη, στίχ. 969 (969-970)
    Φασκελοκουκουλώνεσαι, σαλιάρη, τρεμουλιάρη,
    ἐδῶ πού ʼρθες νὰ κορδωθῆς πὼς θέλομε σὲ γδάρει.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 110

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), Γλωσσάριο σελ. 360