Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαλικυλικό οξύ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλικυλικό οξύ < σαλικυλικός + οξύ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική salicylic acid)

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

σαλικυλικό οξύ ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]