σαλμονέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλμονέλα < νεολατινική salmonella < Daniel Elmer Salmon (1850–1914) + -ella
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sal.moˈne.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαλμονέλα θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) ραβδοειδές βακτήριο που προκαλεί τροφική δηλητηρίαση και λοίμωξη του γαστρεντερικού συστήματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σαλμονέλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαλμονέλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)