σαλοπέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Εργάτης με κίτρινη σαλοπέτα.
Μωρό με σαλοπέτα.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλοπέτα οι σαλοπέτες
      γενική της σαλοπέτας των σαλοπετών
    αιτιατική τη σαλοπέτα τις σαλοπέτες
     κλητική σαλοπέτα σαλοπέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλοπέτα < γαλλική salopette < saloper < salope < sale < παλαιά γαλλικά sale < φραγκικά *salo < πρωτογερμανική *salwaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *salw- / *sal- (βρομιά, βρομερός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαλοπέτα θηλυκό (ενδυμασία)

  1. τύπος φόρμας εργασίας
  2. (συνεκδοχικά) κάθε ενδυμασία (ανδρική ή γυναικεία) που συνδυάζει παντελόνι (είτε μακρύ, είτε κοντό) με επιστήθιο και τιράντες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]