σαλπάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαλπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική salpare < sarpare < υστερολατινική *exharpare < αρχαία ελληνική ἐξαρπάζω (αντιδάνειο)
Ρήμα[επεξεργασία]
σαλπάρω , πρτ.: σάλπαρα/σαλπάριζα, στ.μέλλ.: θα σαλπάρω, αόρ.: σάλπαρα/σαλπάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (ναυτικός όρος) (για πλεούμενο) λύνω τους κάβους, σηκώνω την άγκυρα και αποπλέω
- (κατ’ επέκταση) ξεκινάω ταξίδι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)