σαλπιγγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαλπιγγικός η σαλπιγγική το σαλπιγγικό
      γενική του σαλπιγγικού της σαλπιγγικής του σαλπιγγικού
    αιτιατική τον σαλπιγγικό τη σαλπιγγική το σαλπιγγικό
     κλητική σαλπιγγικέ σαλπιγγική σαλπιγγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαλπιγγικοί οι σαλπιγγικές τα σαλπιγγικά
      γενική των σαλπιγγικών των σαλπιγγικών των σαλπιγγικών
    αιτιατική τους σαλπιγγικούς τις σαλπιγγικές τα σαλπιγγικά
     κλητική σαλπιγγικοί σαλπιγγικές σαλπιγγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαλπιγγικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

σαλπιγγικός, -ή, -ό

  • σχέτικος με τις σάλπιγγες (τα γυναικεία όργανα αναπαραγωγής)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]