Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαλότο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλότο τα σαλότα
      γενική του σαλότου των σαλότων
    αιτιατική το σαλότο τα σαλότα
     κλητική σαλότο σαλότα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαλότο < (λόγιο δάνειο) ιταλική salotto με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨ττ⟩

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαλότο ουδέτερο

  • (σπάνιο) σαλόνι υποδοχής
      Στην αντικάμαρα, μπροστά στο σαλότο όπου γινόταν η σύσκεψη, έστεκαν όρθιοι οι υπασπιστές κι οι υπηρέτες των αρχόντων που συνεδρίαζαν πίσω από την κλειστή πόρτα. (Αλέξης Πανσέληνος Ζαΐδα, Η καμήλα στα χιόνια, 1996 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]