σαμάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαμάν < γαλλική chaman < ρωσική шаман (šamán)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαμάν αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο