σαμάριν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαμάριν < σαγμάριον, υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική) σάγμα < σάττω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαμάριν ουδέτερο
σαμάριν ουδέτερο