σαματατζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαματατζού < σαματατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.ma.taˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐μα‐τα‐τζού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαματατζού θηλυκό
- θηλυκό του σαματατζής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σαματατζής
σαματατζού
|