σαμπανιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαμπανιά οι σαμπανιές
      γενική της σαμπανιάς των σαμπανιών
    αιτιατική τη σαμπανιά τις σαμπανιές
     κλητική σαμπανιά σαμπανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαμπανιά < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sam.baˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μπα‐νιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαμπανιά θηλυκό

  • (ναυτικός όρος, παρωχημένο) το φορτίο που μεταφέρεται στο πλοίο από κάθε κίνηση του γερανού, της μπίγιας (αναφερόμενο σε φορτώσεις παλαιών, μικρών εμπορικών πλοίων μεταφοράς φορτίου)
    ※  Κάποιο ολλαντέζικο με διπλά πλώρα πρύμνα άρμπουρα πέρνει την τελευταία σαμπανιά απ' τα πριμαρόλια (Γιάννης Αναπλιώτης, Η Καλαμάτα στο χώρο της ιστορίας: χρονικό, εκδ. Δίφρος, 1963, σελ. 12)
    ※  Οι τάλιμαν μετρούσαν μην τους ξεφύγει σαμπανιά , μα και να την έχαναν , βάζουν μια μολυβιά πάνω κάτω και δε χάλασε ο κόσμος για λίγα τσουβάλια (Μανώλης Ροδανάκης, Οι δρόμοι της θάλασσας: με το βήμα της προπέλας, εκδ. Καλέντης, 1998, σελ. 143
    ※  Οι μπίγιες του φορτηγού στρίβαν αργά, σηκωνόταν η κοτσάδα, αλάφρωνε η μαούνα κάτω , η σαμπανιά χαμήλωνε μέσα στο αμπάρι (Αθηνά Κακούρη, Πριμαρόλια: μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1999, σελ. 776)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]