σαμπαχαδάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμπαχαδάκι | τα | σαμπαχαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαμπαχαδάκι | τα | σαμπαχαδάκια |
κλητική | σαμπαχαδάκι | σαμπαχαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαμπαχαδάκι < σαμπάχ + υποκοριστικό επίθημα -αδάκι < τουρκική sabah < οθωμανική τουρκική صباح (sabâh) < αραβική صباح (ar) (ṣabāḥ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμπαχαδάκι ουδέτερο
- όμορφο τραγούδι ή σκοπός σε κλίμακα σαμπάχ
- και η Γεωργία η τρανή με κέφι και μεράκι, / σαμπαχαδάκι έλεγε με φίνο μπουζουκάκι (από τραγούδι σε στίχους του Δημήτρη Περδικόπουλου και μουσική Βασίλη Τσιτσάνη που ερμηνεύει η Γεωργία Μηττάκη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαμπαχαδάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -αδάκι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)