σαμποτέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαμποτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική saboteur αρσενικό [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.boˈteɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐μπο‐τέρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμποτέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- το πρόσωπο που εσκεμμένα και μυστικά προκαλεί καταστροφές στον εχθρό (στον πόλεμο) ή παρεμποδίζει τη λειτουργία μιας υπηρεσίας ή επιχείρησης, αυτός που κάνει σαμποτάζ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σαμποτάζ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαμποτέρ
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σαμποτέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)