σαμπουάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαμπουάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική shampooing < αγγλική shampooing < shampoo < χίντι चाँपो < चाँपना (πιέζω, μαλάσσω) < σανσκριτική चपयति
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sam.puˈan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαμ‐που‐άν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμπουάν ουδέτερο άκλιτο
- παχύρρευστο σαπούνι για το λούσιμο των μαλλιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα χίντι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)