Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαμπουάν

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαμπουάν < (άμεσο δάνειο) γαλλική shampooing < αγγλική shampooing < shampoo < χίντι चाँपो < चाँपना (πιέζω, μαλάσσω) < σανσκριτική चपयति

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sam.puˈan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαμπουάν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαμπουάν ουδέτερο άκλιτο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]