Μετάβαση στο περιεχόμενο

σανιδίτσα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σανιδίτσα οι σανιδίτσες
      γενική της σανιδίτσας
    αιτιατική τη σανιδίτσα τις σανιδίτσες
     κλητική σανιδίτσα σανιδίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σανιδίτσα < σανίδα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σανιδίτσα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]