σανοπωλείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σανοπωλείο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σανός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σανοπωλείο
|