σανσκριτική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σανσκριτική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σανσκριτική θηλυκό
- ...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σανσκριτική
- θηλυκό του σανσκριτικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού