σανφασόν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σανφασόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική sans façon (χωρίς επιτήδευση, χωρίς τρόπους) [1] < sans & façon
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /san.faˈson/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαν‐φα‐σόν
Επίρρημα
[επεξεργασία]σανφασόν (τροπικό επίρρημα)
- χωρίς αυστηρή τήρηση κανόνων συμπεριφοράς, χωρίς τυπικότητες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σανφασόν
→ δείτε τη λέξη ανεπίσημα |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)