σαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική Saxe[1] (Σαξονία)
Επίθετο[επεξεργασία]
σαξ άκλιτο
- έντονα γαλάζιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαξ άκλιτο
- το έντονα γαλάζιο χρώμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαξ
|
- ↑ σαξ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας