Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαξοφωνίστρια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαξοφωνίστρια οι σαξοφωνίστριες
      γενική της σαξοφωνίστριας των σαξοφωνιστριών
    αιτιατική τη σαξοφωνίστρια τις σαξοφωνίστριες
     κλητική σαξοφωνίστρια σαξοφωνίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαξοφωνίστρια< σαξοφωνίστας + -τρια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαξοφωνίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σαξοφωνίστας