σαπάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπάκι τα σαπάκια
      γενική
    αιτιατική το σαπάκι τα σαπάκια
     κλητική σαπάκι σαπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπάκι < σάπιος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαπάκι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) σάπιο ή πολύ κακής ποιότητας, λόγω παλαιότητας, αντικείμενο, κυρίως μηχανοκίνητο
  2. (ειδικότερα) σαπιοκάραβο
  3. (ειδικότερα) μετοχή πολύ μεγάλου ρίσκου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]