σαπέλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπέλι τα σαπέλια
      γενική του σαπελιού των σαπελιών
    αιτιατική το σαπέλι τα σαπέλια
     κλητική σαπέλι σαπέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαπέλι ουδέτερο

  1. (φυτό) δέντρο του είδους Entandrophragma cylindricum ή sapele
  2. (ξυλουργική) σχετικά σκούρο ξύλο απ' αυτό το δέντρο, με όμορφα νερά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • sapele στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια