σαπιοβάρελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Περιστασική σύνθεση, προφορικό, ή αν βρεθεί παράθεμα. το ΑΛΝΕ δεν το έχει. ‑‑Sarri.greek  | 07:52, 28 Οκτωβρίου 2022 (UTC).


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπιοβάρελο τα σαπιοβάρελα
      γενική του σαπιοβάρελου των σαπιοβάρελων
    αιτιατική το σαπιοβάρελο τα σαπιοβάρελα
     κλητική σαπιοβάρελο σαπιοβάρελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπιοβάρελο < σάπι(ος) + -ο- + βαρέλ(ι) + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαπιοβάρελο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]