σαπουνάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαπουνάς < σαπούν(ι) + -άς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαπουνάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο σαπωνοποιός
- (επάγγελμα) αυτός που πουλάει σαπούνια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαπουνάς
→ δείτε τη λέξη σαπωνοποιός |