σαπουνόφουσκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαπουνόφουσκα οι σαπουνόφουσκες
      γενική της σαπουνόφουσκας
    αιτιατική τη σαπουνόφουσκα τις σαπουνόφουσκες
     κλητική σαπουνόφουσκα σαπουνόφουσκες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια σαπουνόφουσκα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπουνόφουσκα < σαπούν(ι) + -ό- + φούσκα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sa.puˈno.fu.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐που‐νό‐φου‐σκα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαπουνόφουσκα θηλυκό

  1. η φούσκα από σαπουνάδα
  2. (μεταφορικά) η ανυπόστατη φήμηκατάσταση), που δεν εδράζεται στην πραγματικότητα
     συνώνυμα: αερολογία, κενολογία, μεγαλοστομία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]