σαπουνόφουσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.puˈno.fu.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐που‐νό‐φου‐σκα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαπουνόφουσκα θηλυκό
- η φούσκα από σαπουνάδα
- (μεταφορικά) η ανυπόστατη φήμη (ή κατάσταση), που δεν εδράζεται στην πραγματικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)