σαπρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Πολυτονικό κείμενο στο παράθεμα.


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαπρία θηλυκό

  • σαπίλα, σαπρότης, αποσύνθεση
    ※ Εύρων Κομητάς τας Ομηρείους βίβλους εφθαρμένας τε κουδαμώς έστιγμένας,
    στίξας διεσμίλευσα ταύτας εντέχνως, την σαπρίαν ρίψας μεν ως αχρηστίαν,
    γράψας δ' εκαινούργησα την ευχρηστίαν εντεύθεν οι γράφοντες ουκ εσφαλμένως (Κομητάς, Παλατινή Ανθολογία, AP 15.38)

Πηγές[επεξεργασία]