σαπρόφιλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σαπρόφιλα | ||
γενική | των | σαπρόφιλων | ||
αιτιατική | τα | σαπρόφιλα | ||
κλητική | σαπρόφιλα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαπρόφιλα < διεθνής ορολογία sapro- < αρχαία ελληνική σαπρός + -philia[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /saˈpɾo.fi.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐πρό‐φι‐λα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαπρόφιλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) οργανισμοί που μένουν πάνω σε οργανικές ουσίες οι οποίες αποσυντίθονται
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαπρόφιλα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σαπρόφιλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διεθνείς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)