σαράβαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαράβαλο | τα | σαράβαλα |
γενική | του | σαράβαλου | των | σαράβαλων |
αιτιατική | το | σαράβαλο | τα | σαράβαλα |
κλητική | σαράβαλο | σαράβαλα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαράβαλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαράβαλο ουδέτερο
- αυτοκίνητο ή άλλο μηχάνημα ή κτίσμα πολύ παλιό και σε κακή κατάσταση
- ※ Τελικά το φορτηγό έγινε σαράβαλο και συνεχίσαμε με τα πόδια. (Διδώ Σωτηρίου (1976). Εντολή [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλιό μηχάνημα
παλιό αυτοκίνητο
|